-
1 nişasta
άμυλο -
2 krochmal
άμυλο -
3 skrobia
άμυλο -
4 крахмал
-а α.άμυλο, αμυλάλευρο•картофельный крахмал άμυλο από πατάτα•
рисовый крахмал άμυλο από ρύζι.
|| αμυλόκολλα.εκφρ.животный крахмал – βλ. гликоген. -
5 крахмал
-
6 гликоген
(животный крахмал, углевод) το γλυκογόνο, το ζωικό άμυλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гликоген
-
7 крахмал
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крахмал
-
8 крахмальный
(приготовленный из крахмала) από άμυλο, αμυλώδης(накрахмаленный) κολλαριστός, κολλαρισμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крахмальный
-
9 клейстер
клейстерм ἡ ἀλευρόκολλα, ἡ ἀμυλό-κολλα. -
10 крахмал
крахмалм τό ἄμυλο[ν], ὁ νισεστές / ἡ ἀμυλόκολλα (для белья). -
11 мука
му́к||а I ж τό βάσανο[ν], ὁ πόνος, ἡ ταλαιπωρία:\мукаи творчества τά βάσανα τής δημιουργίας· родовые \мукаи οἱ ὠδίνες (или ὁ£ πόνοι) τοῦ τοκετοῦ· \мукаи голода τά βάσανα τής πείνας· ◊ хождение по \мукаам πορεία γεμάτη βάσανα.мука́ II ж τό ἀλεύρι, τό ἄλευρον / ἡ φα-ρίνα (тк. пшеничная)/ τό ἄμυλο[ν], ὁ νισεστές (картофельная):ржаная \мука τό ἀλεΰρι σίκαλης· ◊ перемелется, \мука бу́дет поел. ὀλα μέ τόν καιρό θά γίνουν. -
12 starch
1. noun1) (a white food substance found especially in flour, potatoes etc: Bread contains starch.) άμυλο2) (a powder prepared from this, used for stiffening clothes.) κόλλα κολαρίσματος2. verb(to stiffen (clothes) with starch.) κολλαρίζω- starchy- starchiness -
13 starchiness
noun περιεκτικότητα σε άμυλο -
14 крахмал
[κραχμάλ] ουσ. α άμυλο -
15 крахмал
[κραχμάλ] ουσ. α άμυλο -
16 крахмал
[κραχμάλ] ουσ α άμυλο -
17 крахмал
[κραχμάλ] ουσ α άμυλο -
18 крахмалистость
-и θ.η περιεκτικότητα σε άμυλο. -
19 крахмальный
επ.του άμυλου•крахмальный завод εργοστάσιο παρασκευής άμυλου.
|| από άμυλο•клейстер η αμυλόκολλα.
|| κολλαρισμένος. -
20 starch
1) άμυλο2) κολλαρίζω
См. также в других словарях:
άμυλο — το ουσία λευκή, άοσμη, που βρίσκεται στα σπέρματα των δημητριακών και σ αλλά φυτά: Οι πατάτες έχουν πολύ άμυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek
αμυλώνω — [άμυλο] 1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω 2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
αμυλάσες — Ονομασία ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών, που δρουν πάνω στο άμυλο και το γλυκογόνο και διασπούν τους πολυσακχαρίτες αυτούς με διάφορους τρόπους. Η α–μυλάση βρίσκεται στο σάλιο και στο παγκρεατικό υγρό. Η β–αμυλάση βρίσκεται κυρίως στα φυτά … Dictionary of Greek
φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… … Dictionary of Greek
ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
δεξτρίνη — Ουσία που παραλαμβάνεται από τη μερική υδρόλυση του αμύλου – ακριβέστερο θα ήταν να μιλάμε για μείγμα δ.· πράγματι, η ουσία αυτή δεν συμπεριφέρεται ως καθορισμένη χημική ένωση, αλλά το υδατικό της διάλυμα δίνει, με κλασματική καθίζηση με αλκοόλη … Dictionary of Greek
διοσκορίδες — (dioscoreacae). Οικογένεια φυτών της τάξης των λειριανθών, που περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα από τα οποία συναντώνται στις τροπικές χώρες και πολύ λιγότερο στην παραμεσόγειο περιοχή. Είναι αναρριχητικά φυτά, ορισμένα από τα οποία … Dictionary of Greek
άμυλος — ἄμυλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αλέστηκε σε μύλο 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ ἀμυλος ή τὸ ἄμυλον α) πίτα από λεπτό αλεύρι β) πολτώδες παρασκεύασμα που τρώγεται, κουρκούτι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄμυλον βλ. άμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύλη… … Dictionary of Greek